θυμικό(ν)

θυμικό(ν)
το психол, аффективный фон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θυμικό(ν)" в других словарях:

  • θυμικό — θυμικό, το και θυμοειδές, το το μέρος της ψυχής όπου είναι η έδρα των συναισθημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»